διαπρέψαν

διαπρέψαν
διαπρέπω
appear prominent
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ράντκλιφ, Αν — (Raddcliffe, Λονδίνο 1764 – 1823). Αγγλίδα συγγραφέας. Είναι η πιο γνωστή εκπρόσωπος των «μαύρων» ή «γοτθικών» μυθιστοριογράφων, που διάπρεψαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. Η κυρίαρχη νότα στα έργα τους δίνεται από τον τρόμο, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”